top of page

Δίκη για το Μάτι - Συνεχίζονται οι τραγικές καταθέσεις των συγγενών θυμάτων


Συνεχίζουν να συγκλονίζουν οι καταθέσεις των συγγενών θυμάτων κατά τη διάρκεια της δίκης σε δεύτερο βαθμό για τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι. Κατά την ακροαματική διαδικασία της Τετάρτης (31/7), κατέθεσαν μάρτυρες που έχασαν την τραγική εκείνη ημέρα συγγενείς και δικούς τους ανθρώπους, με πολλούς από αυτούς να έχουν επιβιώσει  με σοβαρά εγκαύματα σε όλο το σώμα τους.


Ο Αριστείδης Χερουβείμ που κατέθεσε πρώτος, κατά τη διάρκεια της φονικής πυρκαγιάς έχασε τη μητέρα, την αδελφή και τις δίδυμες 5χρονες ανιψιές του. Ο μάρτυρας παρίσταται μόνο για την μητέρα και την αδελφή του, καθώς αν και είναι ο μοναδικός συγγενής των δύο κοριτσιών που χάθηκαν δεν έχει δικαίωμα παράστασης λόγω του τρίτου βαθμού συγγένειας (ο νόμος επιτρέπει για πρώτο και δεύτερο βαθμό). Μάλιστα κλείνοντας τη σημαντική κατάθεση του, ο κ. Χερουβείμ είπε: «Θεωρώ άδικο ότι δεν μπορώ να εκπροσωπήσω τα κορίτσια. Θα κάνω ό,τι μπορώ για να το ανατρέψω αυτό».

«Αυτοί οι άνθρωποι που κάηκαν στην περιοχή που τη λέμε "Ζούγκλα", ήταν ξαπλωμένοι, αφημένοι στον δρόμο μέχρι την επόμενη στις επτά το πρωί γιατί οι αρμόδιοι έπρεπε πρώτα να κάνουν σύμβαση με συγκεκριμένο γραφείο Τελετών. Έχουν περάσει έξι χρόνια και δεν μάθαμε γιατί δεν βρίσκεται εδώ η Αστυνομία, γιατί δεν βρίσκεται εδώ το Δασαρχείο. Δεν μάθαμε γιατί δεν συζητήθηκε ποτέ στην Βουλή η μήνυση που καταθέσαμε κατά των τότε υπουργών Τόσκα και Σκουρλέτη».


Ο κ. Χερουβείμ περιέγραψε εικόνες χάους, κυνικής αντιμετώπισης αλλά και ολιγωρίας των αρμόδιων υπηρεσιών να αντιμετωπίσουν την τραγική κατάσταση τόσο κατά τη διάρκεια της φωτιάς όσο και μετά, για την ενδεδειγμένη διαχείριση της κατάστασης. Ενδεικτικά όπως τόνισε, «ούτε αρκετούς σάκους για τους νεκρούς δεν έστειλαν. Τσακώνονταν οι πυροσβέστες γιατί δεν έφταναν οι σάκοι για τις σωρούς».

Την επομένη τα σώματα των ανθρώπων καίγονταν ή σιγοκαιγόντουσαν και σε λίγο ξανάπαιρναν φωτιά και όταν κάποιοι είπαν στους πυροσβέστες να τα σβήσουν, εκείνοι απάντησαν: «Τι να σβήσουμε τώρα; Τελικά τις σωρούς τις έσβησαν με τον πυροσβεστήρα του αυτοκινήτου διασώστες».


Ο μάρτυρας εξέφρασε την άποψη ότι η Πυροσβεστική Υπηρεσία είχε πλήρη εικόνα για την επικινδυνότητα της φωτιάς από τις 17.15, καθώς το συντονιστικό ελικόπτερο ενημέρωσε ότι «η φωτιά πάει προς Νέο Βουτζά. Ήξεραν επομένως πως κινδύνευε κόσμος. Και κανένας δεν έκανε τίποτα. Ξέρανε τι πάει να γίνει και γι' αυτό δεν αναλάμβανε κανένας».


Στη συνέχεια, ο μάρτυρας Άγγελος Σιαπκαράς κλαίγοντας και φωνάζοντας είπε στην πρόεδρο: «Είμαι μεγάλος άνθρωπος. Μπορεί να μην μπορέσω να ξαναμιλήσω για το παιδί μου, να μην προλάβω. 140 βήματα από τη θάλασσα χάθηκε. Τα μετράω κάθε χρόνο στο μνημόσυνο. Καταλαβαίνετε τι σας λέω; Όλοι αυτοί δεν έσωσαν ούτε έναν άνθρωπο. Είναι άσχετοι με την δουλειά τους, με το καθήκον που έχουν και τους προβιβάζουν κιόλας. Δεν έχει πάει κανένας τους φυλακή και τα ρίχνουν ο ένας στον άλλον. Και εμείς διαλυθήκαμε.»


«Μετά από εννιά μέρες μας έστειλαν ένα φέρετρο σκεπασμένο. Δεν ξέρω καν τι είχε μέσα. Ο αδελφός της πήγε την επομένη και μάζευε τα κόκαλα της αδελφής του. Υπήρξε παντελής έλλειψη κάθε έννοιας κράτους. Εσείς όμως αν θέλετε, έχετε τον τρόπο. Εσείς μπορείτε και πρέπει να προσπαθήσετε να μας καταλάβετε και να αποδώσετε δικαιοσύνη», δήλωσε ο μάρτυρας.

Οι μάρτυρες επισήμαναν τις ευθύνες των δήμων για την αμέλεια τους να απομακρύνουν καύσιμη ύλη από οικόπεδα και δρόμους ενώ πολλοί τόνισαν και πάλι την «μοιραία ενημέρωση» που είχε κάνει ο τότε δήμαρχος Ραφήνας Ευάγγελος Μπουρνούς σε μέσα ενημέρωσης ο οποίος είχε πει πως δεν κινδυνεύει το Μάτι συνιστώντας να μην βγουν οι κάτοικοι στους δρόμους για να διευκολυνθεί η Πυροσβεστική.


«Η μητέρα μου θα είχε σωθεί αν το ραδιόφωνο στο αυτοκίνητο μου ήταν κλειστό. Η προτροπή Μπουρνούς να μην βγουν οι κάτοικοι, μου στέρησε το δικαίωμα να την σώσω. Η πρωτόδικη απόφαση με κάνει να ντρέπομαι να πάω να της ανάψω το καντήλι» είπε χαρακτηριστικά ο Νίκος Γιαννόπουλος.


Η εισαγγελέας ρώτησε την Αγγελική Κωνσταντάκη, εγκαυματία που έχασε τη μητέρα της, πώς θα αισθάνονταν δικαιωμένη και η γυναίκα απάντησε: «Θα αισθανόμασταν δικαιωμένοι αν εδώ ήταν όλοι όσοι έπρεπε. Αστυνομικοί, Λιμενικό. Αυτή θα ήταν μία δικαίωση. Να κριθούν όλοι οι υπεύθυνοι. Να πληρώσει ο καθένας με εκείνο που του αναλογεί. Δεν θέλουμε να δικαστούν αθώοι, αλλά εκείνοι που φταίνε. Όλα αυτά τα χρόνια δεν βγήκε ένας να πει "έκανα λάθος εκτίμηση". Θα το καταλαβαίναμε. Άνθρωποι είμαστε όλοι. Ούτε συγγνώμη δεν έχουμε ακούσει».

Comments


bottom of page